- σαντάλινος
- -η, -ο / σαντάλινος, -ίνη, -ον, ΝΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό σάνταλο ή αυτός που εξάγεται από σάνταλο («σαντάλινο έλαιο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνταλον + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαντάλινος — η, ο αυτός που παράγεται από το φυτό σάνταλο: Σαντάλινο έλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτερόκαρπος — (pterocarpus). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Αριθμεί περίπου 45 είδη. Όλα τα είδη ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές. Οι π. είναι δένδρα ή θάμνοι, με φύλλα πτεροσχιδή. Τα άνθη τους είναι κίτρινα και μερικές φορές λευκά. Ο καρπός… … Dictionary of Greek